- διαφόρημα
- -ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 37(30),16thing torn to pieces, prey
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαφόρημα — thing thrown to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρημα — το (ΑΝ) 1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα 2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία … Dictionary of Greek
διαφορήμασι — διαφόρημα thing thrown to and fro neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)